ιχθύαση

ιχθύαση
και ιχθύωση, η
δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό λεπιών επάνω στο δέρμα και απολέπιση τής επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ichtyose < νεολατ. ichtyosis < ichty- (πρβλ. ιχθυ[ο]-) + -osis. Η λ., στον λόγιο τ. ιχθύωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Σταμάδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύωση — ἡ ιατρ. βλ. ιχθύαση …   Dictionary of Greek

  • υπερκεράτωση — η, Ν 1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς τού δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά. 2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”